- χειρότροφος
- -ον, Μ(για ζώο) αυτός που παίρνει την τροφή από το χέρι κάποιου, εξημερωμένος.[ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο)-* + -τροφος (< τρέφω), πρβλ. γυναικό-τροφος. Η προπαροξυτονία προσδίδει στη λ. παθητική σημ.].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χειροτρόφος — ον, Μ αυτός που τρέφει με το χέρι του, που εξημερώνει. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) * + τρόφος (< τρέφω), πρβλ. βρεφο τρόφος. Η παροξυτονία προσδίδει στη λ. ενεργητική σημ.] … Dictionary of Greek
χειρ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό μεγάλου αριθμού λέξεων, ιδίως ονομάτων, όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λέξη χείρ, χειρός «χέρι». Τα σύνθετα με χειρ(ο) μπορεί να αναφέρονται γενικά στο χέρι, ενώ ειδικότερα δηλώνουν την ενέργεια που γίνεται … Dictionary of Greek